-
1 ευποιητικον
-
2 ευποιητικόν
εὐποιητικόςdisposed to do good: masc acc sgεὐποιητικόςdisposed to do good: neut nom /voc /acc sg -
3 εὐποιητικόν
εὐποιητικόςdisposed to do good: masc acc sgεὐποιητικόςdisposed to do good: neut nom /voc /acc sg -
4 εὐ-ποιητικός
εὐ-ποιητικός, ή, όν, wohlthuend, wohlthätig, τινός, Arist. rhet. 2, 2; εἰς χρήματα 3, 4; a. Sp.; τὸ εὐποιητικόν, Wohlthätigkeit, Arist. rhet. 1, 11; Plut. stoic. repugn. 38.
-
5 εὐποιητικός
εὐ-ποιητικός, ή, όν, wohltuend, wohltätig; τὸ εὐποιητικόν, Wohltätigkeit
См. также в других словарях:
εὐποιητικόν — εὐποιητικός disposed to do good masc acc sg εὐποιητικός disposed to do good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευποιητικός — εὐποιητικός, ή, όν (Α) [ευποίητος] 1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν η ευεργεσία 3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών … Dictionary of Greek